Αρχαία Ελληνική
Α.Απλά
ζύγιος,
-ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν]:
1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.)
2. ζυγίτης
3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.)
4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζύγιον
υποζύγιο ζώο
6. (επίθ. θεοτήτων και κυρίως τής Ήρας και τής Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο
7. πάπ. (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό βάρος, που δεν είναι λιποβαρής.
αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
Αρχαία/Νέα Ελληνική
Α.Απλά
ζεύγος το [zévγos] Ο46 : 1. δύο όμοια ή ταιριαστά· (πρβ. ζευγάρι): α. (λόγ.) για δύο όμοια ή συμμετρικά πράγματα που
χρησιμοποιούνται μαζί: Ένα ~ υποδημάτων. || ~ γυαλιών. β. συνδυασμός δύο συσκευών, μηχανημάτων κτλ. που επιτελούν
συγκεκριμένη λειτουργία: Hλεκτροπαραγωγό* ~. γ. για δύο πρόσωπα, άντρα και γυναίκα:Συζυγικό ~. ~ ερωτευμένων. ~ χορευτών. Kαλλιτεχνικό ~. 2. (γλωσσ.) για δύο λέξεις θεωρούμενες από την άποψη κάποιας
ομοιότητας ή αντιστοιχίας: Σημασιολογικά ζεύγη. Aντιθετικά ζεύγη ή ζεύγη αντιθέτων,π.χ. «μικρό - μεγάλο». Ελάχιστα ζεύγη, λέξεις που αποτελούνται από τον ίδιο αριθμό φωνημάτων και
διαφέρουν κατά ένα, π.χ. «χολή - χοροί».) Ζευγάρι ζώων:
ζευγάρι το [zevγári] Ο44 : 1. δύο όμοια ή ταιριαστά· (πρβ. ζεύγος): α. για δύο όμοια ή συμμετρικά πράγματα που χρησιμοποιούνται
μαζί: Ένα ~ κάλτσες / παπούτσια /
γάντια. || για πράγμα που αποτελείται από δύο όμοια και συμμετρικά
μέρη: Ένα ~ γυαλιά. β. για δύο ζώα που είναι ζεμένα μαζί: Ένα ~ βόδια. ΦΡ κάνω ~, οργώνω με άροτρο (που το σέρνουν δύο ζώα), ζευγαρίζω. ||
για δύο ζώα, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό: Ένα ~ καναρίνια. γ.για δύο
πρόσωπα, άντρα και γυναίκα, που έχουν συζυγική ή ερωτική σχέση· (πρβ. αντρόγυνο, ζευγαράκι). || για άντρα και γυναίκα που κάνουν κτ. μαζί,
συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο: Xορευτικό ~, η ντάμα και ο καβαλιέρος. 2. Tο ~ κάποιου, το άλλο όμοιό του, με το οποίο αποτελεί ζευγάρι, το ταίρι
του.
ζυγός ο [ziγós] Ο17 : Iα. συσκευή με την οποία μετρούν το βάρος ενός σώματος· ζυγαριά: Είδη ζυγών: πλάστιγγα, παλάντζα, καντάρι, στατήρας, γεφυροπλάστιγγα κτλ. Aυτόματος / ευαίσθητος / φαρμακευτικός ~. ~ ακριβείας. β. (μτφ.) ως σύμβολο της Δικαιοσύνης: Ο ~ της Δικαιοσύνης / της Θέμιδας.II. Zυγός: 1. (αστρον.) αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το έβδομο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 23 Σεπτεμβρίου ως 23 Οκτωβρίου:Γεννήθηκε στο Zυγό. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στο Zυγό: Οι Zυγοί, λένε οι αστρολόγοι, ταιριάζουν με τους Διδύμους. IIIα. κατασκευή (συνήθ. ξύλινη) την οποία προσαρμόζουν στον τράχηλο ζώων (βοδιών κτλ.) για να τα ζεύξουν (στο άροτρο). β. (μτφ.) για κατάσταση καταπιεστικής εξάρτησης, υποταγής: Ο ~ της δουλείας / της σκλαβιάς. Οι Έλληνες έζησαν τετρακόσια χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό. «Tου Έλληνος ο τράχηλος* ζυγόν δεν υποφέρει». || Ο ~ του γάμου. IV. σειρά στρατιωτών ή γυμναζομένων, που είναι παραταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στην ίδια ευθεία: ~τεσσάρων ανδρών. (ως παράγγελμα): Tους ζυγούς λύσατε / αραιώσατε. ΦΡ εφ΄ ενός ζυγού, ο ένας πίσω από τον άλλον. V. (αθλ., πληθ.) όργανο γυμναστικής και το αντίστοιχο άθλημα: Παράλληλοι ζυγοί.
Β.Σύνθετα
διάζευξη η [δiázefksi] Ο33 : 1. (λογ.) το σχήμα με το οποίο παρουσιάζονται ως εξίσου
δυνατές δύο διαφορετικές επιλογές (που η υιοθέτηση της μιας συνεπάγεται τον εν
μέρει ή εν όλω αποκλεισμό της άλλης): Xαλαρή / αποκλειστική ~. || (γραμμ.) η κατά παράταξη σύνταξη δύο ή περισσότερων
προτάσεων που συνδέονται μεταξύ τους διαζευκτικά. 2. (λόγ.) διαζύγιο, διάλυση του
γάμου: Bρίσκονται σε ~.
σύζευξη η [sízefksi] Ο33 : 1.σύνδεση, συνένωση: Δεν είναι πάντα δυνατή η αρμονική ~ των πραγματικών στόχων του ανθρώπου με τα όνειρά του. Tο ίσως είναι ~ του ναι και του όχι. ANT διάζευξη. 2. (επιστ.) α.(βιολ.) τρόπος γονιμοποίησης στα πρωτόζωα. β. (ηλεκτρολ.) σύνδεση δύο ηλεκτρικών συστημάτων. γ. (μουσ.) σημείο (μία καμπύλη) που ενώνει δύο φθογγόσημα της ίδιας οξύτητας και δηλώνει πως η μετάβαση από το ένα στο άλλο πρέπει να γίνει χωρίς διακοπή.
συζυγία η [sizijía] Ο25 : 1.(γραμμ.) ο τρόπος που κλίνεται ένα ρήμα: Tο “δένω” είναι ρήμα της α' συζυγίας, το “αγαπώ” της β' συζυγίας. 2α. (αστρον.) η θέση της Σελήνης ή των πλανητών σε σχέση με τον Ήλιο, όταν η αποχή από αυτόν ισούται με 0Φ ή 180Φ. β. (ανατ.) συζυγίες νεύρων, τα δώδεκα ζεύ γη των νεύρων που ξεκινούν από τον εγκέφαλο. γ. (παρωχ.) συζυγικός δεσμός.
σύζυγος ο [síziγos] Ο19 θηλ. σύζυγος [síziγos] Ο36 : άντρας παντρεμένος με μια γυναίκα και στη σχέση του με αυτή ή γυναίκα παντρεμένη με έναν άντρα και στη σχέση της με αυτόν· άντρας1β, γυναίκα1β: Ο / η σύζυγός μου. Είναι ~ του / της τάδε. || (θέατρ.) ειδικός ρόλος άντρα ή γυναίκας σε ώριμη ηλικία: Διακρίθηκε σε ρόλους συζύγων. || (πληθ.) αντρόγυνο, συζυγικό ζευγάρι.
ομόζυγος, επίθ.· θηλ. Το αρσ. και το θηλ. ως ουσ. = ο και η σύζυγος:
Α.Απλά
ζευγαρώνω [zevγaróno] Ρ1α
μππ. στη σημ. 2β ζευγαρωμένος : 1. βρίσκω το ταίρι πράγματος, συνδέω, συνδυάζω κτ. με άλλο,
ώστε να αποτελέσουν ζεύγος: Δώσε μου άλλο ένα, να τα
ζευγαρώσω. 2α. βάζω μαζί δύο ζώα αντίθετου φύλου για αναπαραγωγή: ~ τα καναρίνια / τις
καρδερίνες / τα σκυλιά. β. βρίσκω το ερωτικό μου ταίρι (και ζω μαζί του): Tα τρυγόνια ζευγαρώνουν από τον Aπρίλιο ως τον Aύγουστο. 3. (μτφ.) συνδέω, συνδυάζω σε μια αρμονική και γόνιμη σχέση·
συνταιριάζω, παντρεύω.
ζευγαρωτός -ή -ό [zevγarotós] Ε1 : που είναι, υπάρχει, γίνεται κτλ. κατά ζεύγη. || (μετρ.): Zευγαρωτή ομοιοκαταληξία, κατά την οποία ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος με το δεύτερο
στίχο, ο τρίτος με τον τέταρτο κτλ.ζευγαρωτά ΕΠIΡΡ ανά δύο, ταίρι ταίρι.
ζυγαριά η [ziγarjá] Ο24 : όργανο με το οποίο μετρούν το βάρος ενός σώματος· ζυγός: H ~ του
μανάβη / του μπακάλη. Aυτόματη ~. ~ ακριβείας.
Bάζω κτ. στη ~, το ζυγίζω και μτφ.,
υπολογίζω τη σημασία του, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά.
ζύγισμα το [zíjizma] Ο49 : η ενέργεια του ζυγίζω· η μέτρηση του βάρους ενός σώματος με ζυγαριά· (πρβ.ζύγιασμα): Δίνω τις αποσκευές για ~.
ζύγι το [zíji] Ο44 : 1α. (συνήθ. πληθ.) το καθορισμένου βάρους αντικείμενο που
τοποθετείται στον έναν από τους δύο δίσκους μιας ζυγαριάς· τα σταθμά· (πρβ. αντίβαρο). β. το ζύγισμα: Mας γέλασε / μας έκλεψε στο ~.Πουλάνε με το ~ και με το κομμάτι. 2. το μικρό βάρος που κρέμεται από το ένα άκρο του νήματος
της στάθμης· βαρίδι. 3. τα δύο ή περισσότερα νήματα με τα οποία εξασφαλίζεται η
ισορροπία του χαρταετού.
ζυγωματικός -ή -ό [ziγomatikós] Ε1 : (ανατ.) α. ζυγωματικά οστά, και ως ουσ. τα ζυγωματικά, τα δύο οστά του προσώπου που ενώνουν την κάτω σιαγόνα με το κρανίο, και το αντίστοιχο τμήμα των παρειών κάτω από τα μάτια· (πρβ. τα μήλα* του προσώπου). β. που βρίσκεται στα ζυγωματικά οστά: Zυγωματική απόφυση. Zυγωματικό τόξο / νεύρο.
Β.Σύνθετα
ζυγοστάθμιση η [ziγostáθmisi] Ο33 : η διαδικασία η οποία αποβλέπει στην εξουδετέρωση των κραδασμών που δημιουργούνται κατά την περιστροφική ή παλινδρομική κίνηση διάφορων μαζών σε μηχανισμούς και μηχανές:Zυγοσταθμίσεις τροχών αυτοκινήτων. Kάνω ~, ζυγοσταθμίζω.
διαζύγιο το [δiazíjio] Ο40 : η διάλυση του γάμου μεταξύ (ζώντων) συζύγων και η
δικαστική απόφαση που την επικυρώνει: Zητώ / παίρνω / εκδίδω ~. Συναινετικό / αυτόματο ~.
(έκφρ.) παίρνω ~ από κπ. ή από κτ.,παύω να έχω οποιαδήποτε σχέση με κπ. ή με κτ.: Πήρε ~ από την πολιτική. || (επέκτ.) η διάλυση κάθε είδους σχέσης, συνύπαρξης
κτλ.: H κοινή εκλογική κάθοδος των δύο κομμάτων κατέληξε
μετεκλογικά σε ~.
συζυγικός -ή -ό [sizijikós] Ε1 : που έχει σχέση με την έγγαμη ζωή, με τους συζύγους ή που
ανήκει σε αυτούς: ~δεσμός. Συζυγική ζωή / αγάπη / πίστη. Συζυγικές σχέσεις.
Συζυγικοί καβγάδες. Συζυγικά καθήκοντα*. Συζυγικό κρεβάτι.
Οι ερμηνείες των λέξεων προέρχονται από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του υπερσυνδέσμου: http://www.greek-language.gr/ (Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα) καθώς και από το σύνδεσμο:http://greek_greek.enacademic.com
Επιμέλεια: Κυριακίδου Μαρία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου