Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

ΑΡΧΑΙΑ Β' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ 3ΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

     




ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα κοσμέω, κοσμ

*      Λεξιλογικός πίνακας:

κοσμέω, κοσμῶ: παρατάσσω στρατό/ διευθετώ, ετοιμάζω/ διοικώ, κυβερνώ/στολίζω/ τιμώ (μτφ.)/ προσδίδω αξία (μτφ.)

*      Αρχαία Ελληνική

*      Απλές λέξεις

·         ό κοσμητής: αυτός που παρατάσσει στρατό/ ο νομοθέτης/ ο διακοσμητής/ αυτός που εποπτεύει τους εφήβους
·         κοσμητός:περιποιημένος 
*      Σύνθετες λέξεις

·         κατακοσμ = διευθετώ
·         ἐ πικοσμ: προσθέτω στολίδια σε κάτι
·      αποκοσμ: διευθετώ καθαρίζω και αποκαθιστώ την τάξη 
αφαιρώντας τα περιττά

*      Αρχαία/ Νέα Ελληνική

*      Απλές λέξεις
·         κόσμησις (-η): τακτοποίηση/ στόλισμα, διακόσμησητό κόσμημα: στολίδι/ 
πολεμικά εμβλήματα
·         κόσμημα το [kózmima] Ο49 : 1. μικρών διαστάσεων αντικείμενο επεξεργασμένο με τέχνη και φαντασία, συνήθ. από πολύτιμο μέταλλο και πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους, το οποίο φοριέται για στόλισμα, κυρίως από γυναίκες, στο λαιμό, στα χέρια, στα αυτιά κτλ., ως περιδέραιο, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι κτλ.: Είναι ένα ~μεγάλης αξίας. Tης έκλεψαν όλα τα κοσμήματα. Δε φοράει ποτέ κοσμήματα. Έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματα της μητέρας της. Ψεύτικα κοσμήματα, τα φο μπιζού. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός: α. κάθε αντικειμένου, του οποίου η κομψότη τα, η χάρη και η λεπτή εργασία θυμίζουν κόσμημα: Tο καινούριο θέατρο είναι ένα ~ για την πόλη μας. β. ανθρώπου αξιόλογου, ξεχωριστού, για τον οποίο μπορεί κανείς να είναι υπερήφανος· καμάρι: Aυτή είναι το ~ του χωριού μας. 3. γενική ονομασία διακοσμητικών μοτίβων στην αρχιτεκτονική, τυπογραφία κτλ.
·         κοσμιότητα η [kozmiótita] Ο28 : η ιδιότητα του κόσμιου· ευπρέπεια, σεμνότητα, καλή συμπεριφορά.

·         κοσμητικός: ο κατάλληλος για στολισμό/ (κοσμητικό επίθετο) το επίθετο που εξαίρει την ιδιότητατου ουσιαστικού

·         κόσμιος: καλά οργανωμένος/ ευπρεπής

·         κοσμιότης (-τητα): ευπρέπεια, σεμνότητα

·         κοσμικός: αυτός που ανήκει στον κόσμο, στο σύμπαν/ (εκκλ.) αυτός που ζει στην κοινωνία (αντίθ.μοναχός)/ αυτός που αναφέρετ ται στην κοινωνία ή ανώτερη τάξη της κοινωνίας (π.χ.κοσμική εκδήλωση)/ αυτός που συμμετέχει συχνά σε διασκεδάσεις


·         κοσμήτωρ (-ορας): (α.ε.) αρχηγός στρατού/ (ν.ε.) επικεφαλής μιας πανεπιστημιακής σχολής

*      Σύνθετες λέξεις

·         διακοσμ: τακτοποιώ/ διοργανώνω/ στολίζω
·         κοσμογονία: η δημιουργία του κόσμου
·         κοσμογραφία: η στοιχειώδης αστρονομία
·         κοσμοκράτωρ (-ορας): ο εξουσιαστής του κόσμου
·         κοσμοπολίτης: ο πολίτης όλου του κόσμου, ο διεθνιστής/ αυτός που ζει κοσμοπολίτικη ζωή/ αυτός που έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες
·         ακοσμία: η ακαταστασία/ η ακράτεια/ η ασχήμια/ (φιλοσ.) η θεωρία σχετικά με την ανυπαρξία του κόσμου
·         υπόκοσμος: σύνολο ανθρώπων που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινω-νίας

*      Νέα Ελληνική

·         κοσμικότητα: κοσμάκης:η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή ή στη ζωή ανώτερης κοινωνικής τάξης/ η συχνή συμμετοχή σε διασκεδάσεις το σύνολο των λαϊκών τάξεων

*      Σύνθετες λέξεις

·         κοσμοθεωρία: η θεωρία σχετικά με τον κόσμο
·         κοσμογυρισμένος: αυτός που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη
·         κοσμοπλημμύρα: κοσμοσυρροή
·         κοσμοσωτήριος: αυτός που σώζει τον κόσμο
·         κοσμοϊστορικός: αυτός που έχει ιστορική σημασία για όλο τον κόσμο
·         κοσμοναύτης: αυτός που ταξιδεύει στο διάστημα
·         κοσμοκαλόγερος: αυτός που ζει σαν καλόγερος στην κοινωνία
·         κοσμηματοπώλης: αυτός που πουλάει κοσμήματα
·         κοσμηματοθήκη: η θήκη για τα κοσμήματα
·         απόκοσμος: αυτός που ζει μακριά από την κοινωνία/ αυτός που φαίνεται να ανήκει σε άλλον κόσμο
·         μαθητόκοσμος: το σύνολο των μαθητών
·         φοιτητόκοσμος: το σύνολο των φοιτητών

Λεξιλογικά 3ης ενότητας με κόμικς

6 σχόλια: