ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα κοσμέω, κοσμῶ
Λεξιλογικός πίνακας:
Αρχαία Ελληνική
Απλές λέξεις
·
ό κοσμητής: αυτός που παρατάσσει στρατό/ ο
νομοθέτης/ ο διακοσμητής/ αυτός που εποπτεύει τους εφήβους
·
κοσμητός:περιποιημένος
Σύνθετες λέξεις
·
κατακοσμ ῶ = διευθετώ
·
ἐ πικοσμ
ῶ: προσθέτω
στολίδια σε κάτι
·
αποκοσμ ῶ: διευθετώ καθαρίζω και αποκαθιστώ την τάξη
αφαιρώντας τα περιττά
Αρχαία/ Νέα Ελληνική
Απλές λέξεις
·
κόσμησις (-η): τακτοποίηση/ στόλισμα, διακόσμησητό κόσμημα: στολίδι/
πολεμικά εμβλήματα
·
κόσμημα το [kózmima] Ο49 : 1. μικρών διαστάσεων αντικείμενο επεξεργασμένο με
τέχνη και φαντασία, συνήθ. από πολύτιμο μέταλλο και πολύτιμους ή ημιπολύτιμους
λίθους, το οποίο φοριέται για στόλισμα, κυρίως από γυναίκες, στο λαιμό, στα
χέρια, στα αυτιά κτλ., ως περιδέραιο, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι κτλ.: Είναι
ένα ~μεγάλης αξίας. Tης έκλεψαν όλα τα κοσμήματα. Δε φοράει ποτέ
κοσμήματα. Έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματα της μητέρας της. Ψεύτικα κοσμήματα, τα
φο μπιζού. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός: α. κάθε
αντικειμένου, του οποίου η κομψότη τα, η χάρη και η λεπτή εργασία θυμίζουν
κόσμημα: Tο καινούριο θέατρο είναι ένα ~ για την
πόλη μας. β. ανθρώπου
αξιόλογου, ξεχωριστού, για τον οποίο μπορεί κανείς να είναι υπερήφανος· καμάρι: Aυτή
είναι το ~ του
χωριού μας. 3. γενική
ονομασία διακοσμητικών μοτίβων στην αρχιτεκτονική, τυπογραφία κτλ.
·
κοσμητικός: ο κατάλληλος για στολισμό/ (κοσμητικό επίθετο) το επίθετο που εξαίρει την ιδιότητατου
ουσιαστικού
·
κόσμιος: καλά οργανωμένος/ ευπρεπής
·
κοσμιότης (-τητα): ευπρέπεια, σεμνότητα
·
κοσμικός: αυτός που ανήκει στον κόσμο, στο σύμπαν/ (εκκλ.) αυτός που ζει στην κοινωνία (αντίθ.μοναχός)/
αυτός που αναφέρετ ται στην κοινωνία ή ανώτερη τάξη της κοινωνίας (π.χ.κοσμική εκδήλωση)/
αυτός που συμμετέχει συχνά σε διασκεδάσεις
·
κοσμήτωρ (-ορας): (α.ε.) αρχηγός στρατού/ (ν.ε.) επικεφαλής
μιας πανεπιστημιακής σχολής
Σύνθετες λέξεις
·
διακοσμ ῶ: τακτοποιώ/ διοργανώνω/ στολίζω
·
κοσμογονία: η δημιουργία του κόσμου
·
κοσμογραφία: η στοιχειώδης αστρονομία
·
κοσμοκράτωρ (-ορας): ο εξουσιαστής του κόσμου
·
κοσμοπολίτης: ο πολίτης όλου του κόσμου, ο
διεθνιστής/ αυτός που ζει κοσμοπολίτικη ζωή/ αυτός που έχει ταξιδέψει σε πολλές
χώρες
·
ακοσμία: η ακαταστασία/ η ακράτεια/ η ασχήμια/ (φιλοσ.) η θεωρία σχετικά με την ανυπαρξία του
κόσμου
·
υπόκοσμος: σύνολο ανθρώπων που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινω-νίας
Νέα Ελληνική
·
κοσμικότητα: κοσμάκης:η συμμετοχή στην κοινωνική
ζωή ή στη ζωή ανώτερης κοινωνικής τάξης/ η συχνή συμμετοχή σε διασκεδάσεις
το σύνολο των λαϊκών τάξεων
Σύνθετες λέξεις
·
κοσμοθεωρία: η θεωρία σχετικά με τον κόσμο
·
κοσμογυρισμένος: αυτός που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη
·
κοσμοπλημμύρα: κοσμοσυρροή
·
κοσμοσωτήριος: αυτός που σώζει τον κόσμο
·
κοσμοϊστορικός: αυτός που έχει ιστορική σημασία για όλο
τον κόσμο
·
κοσμοναύτης: αυτός που ταξιδεύει στο διάστημα
·
κοσμοκαλόγερος: αυτός που ζει σαν καλόγερος στην
κοινωνία
·
κοσμηματοπώλης: αυτός που πουλάει κοσμήματα
·
κοσμηματοθήκη: η θήκη για τα κοσμήματα
·
απόκοσμος: αυτός που ζει μακριά από την κοινωνία/
αυτός που φαίνεται να ανήκει σε άλλον κόσμο
·
μαθητόκοσμος: το σύνολο των μαθητών
Πολύ βοηθητικό! Ευχαριστούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ για το σχόλιό σας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ ευχαριστώ για το σχόλιό σας!
ΔιαγραφήΕυχαριστώ για την πολύτιμη βοήθεια
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ για το σχόλιό σας!
Διαγραφή