"Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι,κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά" Οδυσσέας Ελύτης
Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016
Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016
ΑΡΧΑΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ 5ΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
ΑΡΧΑΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ 5ης ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Αρχαία / Νέα Ελληνική
γήινος -η -ο [jíinos] : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον
πλανήτη γη: ~ μαγνητισμός. Γήινη ακτινοβολία. Γήινη σφαίρα, η γη. Γήινα ρεύματα. 2. που αναφέρεται στη γη ως τόπο κατοικίας και δραστηριότητας του
ανθρώπου και που συχνά αντιδιαστέλλεται προς το άυλο και πνευματικό: Tα γήινα αγαθά. Στη ζωγραφική του οι ανθρώπινες
μορφές αποκτούν τη γήινη όψη τους, τα αντικείμενα το γήινο βάρος τους. 3. που είναι φτιαγμένος από χώμα· φθαρτός: Γήινο σώμα. ||
(ως ουσ.) ο γήινος, ο κάτοικος της γης σε αντιδιαστολή προς τους (υποθετικούς) κατοίκους άλλων πλανητών, τους εξωγήινους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)