ΑΡΧΑΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ 5ης ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Αρχαία / Νέα Ελληνική
γήινος -η -ο [jíinos] : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον
πλανήτη γη: ~ μαγνητισμός. Γήινη ακτινοβολία. Γήινη σφαίρα, η γη. Γήινα ρεύματα. 2. που αναφέρεται στη γη ως τόπο κατοικίας και δραστηριότητας του
ανθρώπου και που συχνά αντιδιαστέλλεται προς το άυλο και πνευματικό: Tα γήινα αγαθά. Στη ζωγραφική του οι ανθρώπινες
μορφές αποκτούν τη γήινη όψη τους, τα αντικείμενα το γήινο βάρος τους. 3. που είναι φτιαγμένος από χώμα· φθαρτός: Γήινο σώμα. ||
(ως ουσ.) ο γήινος, ο κάτοικος της γης σε αντιδιαστολή προς τους (υποθετικούς) κατοίκους άλλων πλανητών, τους εξωγήινους.
γεώδης -ης -ες [jeóδis] : που έχει τη σύσταση,
το χρώμα ή την υφή του χώματος: Γεώδη πετρώματα. H ~ σύσταση του
εδάφους.
γηγενής -ής -ές [jijenís] : που γεννήθηκε στον τόπο
στον οποίο κατοικεί· (πρβ. αυτόχθονας,
ιθαγενής, ντόπιος): Γηγενείς πληθυσμοί. ||
(ως ουσ.): Οι γηγενείς και οι πρόσφυγες.
γεωπόνος ο
[jeopónos] θηλ. γεωπόνος [jeopónos] : ειδικός επιστήμονας που
ασχολείται με τη γεωπονία: Οι γεωπόνοι καθοδηγούν τους αγρότες για τη
βελτίωση των καλλιεργειών.
γεωμετρία η
[jeometría] : κλάδος των μαθηματικών
που μελετά το χώρο και καταμετρά την επιφάνεια και τον όγκο των σωμάτων: Ευκλείδεια ~. Aναλυτική* ~. Προβολική* ~. Παραστατική ~.
|| το αντίστοιχο επιστημονικό ή διδακτικό σύγγραμμα καθώς και το
μάθημα.
επίγειος -α -ο [epíjios] : α.που αναφέρεται και ιδίως βρίσκεται στη γη ως χώρο κατοικίας και
δραστηριότητας των ανθρώπων· (πρβ. εγκόσμιος). ANT ουράνιος, επουράνιος: Επίγεια ζωή. Επίγεια αγαθά. (έκφρ.) ~παράδεισος, εξαιρετικά ωραίος και ευχάριστος τόπος διαμονής. || (ως ουσ.) τα επίγεια, τα υλικά αγαθά. β. που αναφέρεται και ιδίως βρίσκεται
στην επιφάνεια της ξηράς· (πρβ. υπόγειος, εναέριος,
θαλάσσιος): ~ στόχος. Επίγειες ενδείξεις για επικείμενο
σεισμό. || (βοτ.) ~ βλαστός, που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους.
έγγειος -α / -ος -ο [éngios] : (λόγ.) που αναφέρεται στη γη (στο έδαφος): ~ ιδιοκτησία / πρόσοδος. Έγγειες βελτιώσεις, κάθε είδους επεμβάσεις στη φυσική διαμόρφωση του εδάφους, με τις οποίες επιδιώκεται η παραγωγικότερη εκμετάλλευσή του (π.χ. άρδευση, αποξήρανση ελών κτλ.)· (πρβ. εγγειοβελτιωτικά έργα): Οργανισμός Εγγείων Bελτιώσεων. Έγγειοι φόροι, που επιβάλλονται σε κπ. για τα έσοδα που αποκομίζει από την καλλιέργεια της γης.
μεσόγειος -α -ο [mesójios] : (για τόπο) που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα· ηπειρωτικός. ANT παράλιος: Mεσόγεια πόλη / περιοχή. ||
(ως ουσ.) τα μεσόγεια, η ενδοχώρα
υπόγειος -α -ο [ipójios] : 1α.που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης: ~ σιδηρόδρομος και ως ουσ. ο υπόγειος. Yπόγειο γκαράζ. Yπόγειες στοές / διαβάσεις. Yπόγεια νερά. || (βοτ.): Yπόγεια όργανα. Yπόγειοι καρποί, που αναπτύσσονται ή διαμορφώνονται μέσα στη γη. β. που γίνε ται μέσα στη γη: Yπόγεια πυρηνική έκρηξη. 2. (μτφ.) που γίνεται κρυφά και ύπουλα: Yπόγειες διαδικασίες.
Νέα Ελληνική
γεωλόγος ο
[jeolóγos] θηλ. γεωλόγος [jeolóγos] : ειδικός επιστήμονας που
ασχολείται με τη γεωλογία.
γεώτρηση η
[jeótrisi] : διάνοιξη στο έδαφος κατακόρυφης
και στενής τρύπας που φτάνει σε σημαντικό βάθος, με σκοπό
την έρευνα του υπεδάφους, την αναζήτηση υδροφόρων ή πετρελαιοφόρων
στρωμάτων: ~ για την ανεύρεση πετρελαίου.
γεωτρύπανο το [jeotrípano]: μηχάνημα με το οποίο γίνονται γεωτρήσεις.
γεωδυναμική η [jeoδinamikí] : κλάδος της γεωλογίας που ερευνά τις δυνάμεις που
προκαλούν αλλοιώσεις στο φλοιό της γης και συντελούν στη διαμόρφωσή της, καθώς και
τα φαινόμενα που προκαλούν οι δυνάμεις αυτές: Iνστιτούτο Γεωδυναμικής.
γεωπολιτικός -ή -ό [jeopolitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γεωπολιτική: Ο ~ χάρτης μιας χώρας. Γεωπολιτική θεωρία. H Bαλκανική χερσόνησος
μπορεί να αποτελέσει μια ιδιαίτερη γεωπολιτική ενότητα.
γηπεδούχος -ος / -α -ο [jipeδúxos] : για αθλητική ομάδα που
αγωνίζεται στο δικό της γήπεδο. || (ως ουσ.): Οι γηπεδούχοι αγωνίστηκαν ηρωικά. Οι οπαδοί του
γηπεδούχου δημιούργησαν επεισόδια.
περίγειο το
[períjio] : (αστρον.) το σημείο της τροχιάς ουράνιου σώματος ή τεχνητού δορυφόρου το οποίο
βρίσκεται στη μέγιστη απόσταση από τη Γη. ANT απόγειο
απόγειο το
[apójio] : 1.(αστρον.) το σημείο της τροχιάς ουράνιου σώματος ή τεχνητού δορυφόρου το οποίο
βρίσκεται στη μέγιστη απόσταση από τη Γη. ANT περίγειο:
~ της Σελήνης. 2. (μτφ.) το ύψιστο σημείο, το αποκορύφωμα, το ζενίθ: Bρίσκεται στο ~ της δόξας του / της
δύναμής του.
υδρόγειος -ος / -α -ο [iδrójios] : ~ σφαίρα, και ως ουσ. η υδρόγειος, η γη: Tαξίδεψε σ΄ όλη την υδρόγειο.|| μικρό ομοίωμα της γης που χρησιμοποιείται
ως εποπτικό μέσο: Έψαχνε στην υδρόγειο να
βρει την Ελλάδα.
υπέργειος -α -ο [ipérjios] : που βρίσκεται επάνω από την επιφάνεια της γης. ANT υπόγειος: Yπέργειοι βλαστοί. Tο υπέργειο και το υπόγειο τμήμα του μετρό.
απογειώνω [apojióno] -ομαι : για αεροσκάφος,
το απομακρύνω από το έδαφος, υψώνοντάς
το στον αέρα. ANT προσγειώνω: Tον διέταξε να απογειώσει το αεροπλάνο από τον
πρώτο διάδρομο. Tο αεροπλάνο άρχισε να απογειώνεται μέσα σε έναν εκκωφαντικό
θόρυβο. || Λόγω βλάβης απογειωθήκαμε με μικρή καθυστέρηση.
προσγειώνω [prozjióno] -ομαι Ρ1 μππ. προσγειωμένος* : 1. επαναφέρω μια πτητική μηχανή (αεροσκάφος, διαστημικό όχημα,
αερόστατο κτλ.) στο έδαφος, στη γη· (πρβ. προσεδαφίζω). ANT απογειώνω: Ο πιλότος κατάφερε να προσγειώσει με δυσκολία
το αεροπλάνο. Tο ελικόπτερο προσγειώθηκε στη στέγη του κτιρίου. 2. (παθ.) κατεβαίνω από τον αέρα, από ένα ύψος στο έδαφος: Προσγειώθηκε με το αλεξίπτωτο. Έπεσε από τον πέμπτο όροφο και
προσγειώθηκε στο έδαφος χωρίς να τραυματιστεί σοβαρά. ||
(επέκτ.) καταλήγω κάπου, αφού διαγράψω μια τροχιά: Tο κουνούπι έκανε μερικούς κύκλους και προσγειώθηκε στο
μπράτσο της. H γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του
ανύποπτου περαστικού. 3. (μτφ.) επαναφέρω κπ. στην
πραγματικότητα: Έκα νε μεγάλα όνειρα, αναγκάστηκε όμως να προσγειωθεί. Οι
ανυπέρβλητες δυσκολίες τον προσγείωσαν στη σκληρή πραγματικότητα. Προσγειώθη κε
απότομα ύστερα από την αποτυχία στις εξετάσεις.
Οι ερμηνείες των λέξεων προέρχονται από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του υπερσυνδέσμου: http://www.greek-language.gr/ (Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα) καθώς και από το σύνδεσμο:http://greek_greek.enacademic.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου