Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για δημουλα
Μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στο χώρο της ποίησης , ακαδημαϊκός και πολυβραβευμένη η Κική Δημουλά, «έφυγε» στις 22 Φεβρουαρίου από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα δυσαναπλήρωτο κενό, ύστερα από σύντομη νοσηλεία, κατά την οποία είχε υποστεί ανακοπή καρδιάς.
Εδωσε το τελευταίο της κέρμα για να μην επιστρέψει ποτέ, όπως τόσο προφητικά είχε γράψει στο βιβλίο της «Δημόσιος καιρός» (Εκδόσεις Ικαρος 2014) «Αναβάλλεται το μακρύ ταξίδι. Με τέτοια κρίση ποιος έχει να πληρώνει βαρκάρηδες. Τι και αν είσαι διά της βίας καλεσμένος, τα μεταφορικά είναι δικά σου. Είναι ξεκαθαρισμένο. Ο ύπνος δωρεάν, δεν το συζητώ. Οπως και να ‘χει ποιος δίνει το τελευταίο του κέρμα για να μην επιστρέψει ποτέ;» Επαναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ -τεύχος Ιουνίου 2019 σε ένα αφιέρωμα με 10 από τις πιο σημαντικές Ελληνίδες που επιλέξαμε, το βιογραφικό της όπως η ίδια το συνέταξε και κάποια από τα ποιήματά της που μένουν ανεξίτηλα στο χρόνο.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
(Από το «Γυναίκα», Ιούνιος 2019)
Κική Δημουλά, η ποιήτρια της άγνωστης στεριάς μας
Της Γιάννας Κατσαγεώργη
Ο ύπνος των αναμνήσεων της Κικής Δημουλά είναι ελαφρύς. Ευτυχώς είναι ακόμα διαθέσιμες. Δεν τις έχει εξορίσει. Αναδύθηκαν ήρεμα σε ένα πρωινό τηλεφώνημα Αθήνας – Νέας Υόρκης, σαν ένα γράμμα φυλαγμένο στο συρτάρι. Ερωτευμένη με τα ζευγάρια των λέξεων, τα χρησιμοποιεί σαν ευκίνητους ταξιδιώτες, που συναντώνται στο απροσδόκητο, κάνοντάς μας να σαστίζουμε από την πυρετώδη περιήγησή τους. Κυψελιώτισσα, γεννημένη το 1931, σήμερα 88χρονών, με καταγωγή από την Καλαμάτα, μεγαλωμένη πολύ αυστηρά σε ένα σπιτικό με άνεση, τελειώνοντας το Γυμνάσιο της απαγόρευσε ο πατέρας της να σπουδάσει και την διόρισε στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου εργαζόταν και ο ίδιος. Εμεινε εκεί 25 ολόκληρα χρόνια από τα 18 της μέχρι τα 43, όπου παράλληλα με την ασφυκτική γι’ αυτήν τραπεζική εργασία, έγραφε ποιήματα, για να κρατήσει τη σκέψη της ζωντανή.




Τα βραβεία που πήρε είναι πολλά. Μεταξύ αυτών το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου της. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, η τρίτη μόλις γυναίκα, που έτυχε αυτής της τιμής, από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδας και το 2001 της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο Δημοκρατίας Κωνσταντίνο (Κωστή) Στεφανόπουλο. Είναι επίσης η μοναδική γυναίκα, που συμπεριλαμβάνεται στις ποιητικές συλλογές του Γαλλικού Εκδοτικού Οίκου Gallimard’s.
Για την εργογραφία της, η ίδια μας λέει στο βιογραφικό της, πως «το πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν, είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις, ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα.»
Η Κική Δημουλά, μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες της μεταπολεμικής γενιάς, δεν χαριεντίζεται με το συναίσθημα, δεν του ξεφεύγει, δεν το φοβάται. Η πρόθεσή της αντιτίθεται σε κάθε τι που το περιφράζει, που το φυλακίζει. Αιχμαλωτίζεται και συνεπαίρνεται από αυτό προκαλώντας την δική μας «ενδοχώρα» να το αφουγκραστεί.
Ο θάνατός της προκαλεί αγωνία, καθώς συσσωρεύεται ο αριθμός των ετών πίσω της: «Πέρασαν τα χρόνια και δεν μπορώ να τα καλοπιάσω. Είναι ένα πένθος ο χρόνος που φεύγει, για τα πράγματα που έγιναν και δεν ξαναγίνονται. Είναι ένας θάνατος. Αν μου έδινε ο χρόνος παράταση, θα είχα πολύ ωραία πράγματα να σας πω»

Η φωνή της όμως εξουδετερώνει τον χρόνο, γιατί επιβάλλει νόημα ακόμα και στα ασήμαντα. Αν και δηλώνει μελαγχολική εκ φύσεως, έχει την ικανότητα που λίγοι έχουν: να καταγράφουν τον αισθητό κόσμο, σαν ένα υπερευαίσθητο φιλμ μιας φωτογραφικής μηχανής. «Η μελαγχολία παρουσιάζει τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα και άσχημα, από ό,τι είναι, …χαλάει και το ωραίο. Η μελαγχολία φυτρώνει ασχέτως της ποιότητας του βιώματος. Δηλαδή δεν είναι ανάγκη να είναι άσχημη η ζωή σου, για να νοιώσεις μελαγχολία. Μέσα στην απόλυτη θλίψη, δυσπιστία και αμφισβήτηση για όλα, λέω, δε μπορεί, κάτι είναι αλήθεια, κάτι είναι ωραίο».
Αποτέλεσμα εικόνας για δημουλα
Πολλά ήταν τα ωραία στη ζωή της συναρπαστικής αυτής γυναίκας, που ο συγγραφέας Νίκος Δήμου την έστεψε, ως την μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια μετά την Σαπφώ:
«Τώρα που κοιτάζω τη ζωή μου από αυτή την ηλικία νομίζω ήμουν τρισευτυχισμένη. Τότε με ενοχλούσαν οι δεσμεύσεις, η αυστηρότητα των γονιών, ήθελα να ζήσω πιο ελεύθερα. Το περιβάλλον που εργαζόμουν στην τράπεζα, ήταν πολύ χαμηλό και η αποδοχή των γυναικών, για ό,τι καλό έβγαινε από αυτές, γινόταν με μεγάλη δυσπιστία. ‘Ημουν νέα και καλοφτιαγμένη. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός. Μέχρι που με πήγαινε στον κινηματογράφο, να με αφήσει, να μην περπατάω μόνη μου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό, αλλά πάλι δεν θα ήθελα να μην υπήρχε, για να είμαι ελεύθερη. Τους νοσταλγώ τους γονείς μου!».
Και η οικογένεια, τα παιδιά, ο έρωτας, τι ρόλο έπαιξαν στη ζωή της που ταλαντεύονταν ώρες ατέλειωτες επάνω σε ένα χαρτί ποτισμένο με πόνο, μοναξιά, φθορά, έρωτα και σιωπές;




«Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι ‘γιαγιά’. Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ’ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου.»
Και ο άνδρας της ζωής της, ο έρωτάς της ο μεγάλος, ο Αθως Δημουλάς, πολιτικός μηχανικός και ποιητής;
«Οι Ανώτερες σπουδές μου ήταν η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή Αθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη, ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Δεν ήταν της γενικής αποδοχής άνθρωπος. Ηταν στεγνός αισθηματικά, αλλά ήξερε πολύ καλά όλη την ποίηση και αυτό με βοήθησε πολύ να τον έχω κοντά μου. Δεν του άρεσε το αίσθημα που χύνεται από πολλά ποιήματα.
Ηταν ένα ευφυές και πολυδιαβασμένο πλάσμα. Εγώ μπροστά του έσβηνα από τον χάρτη. Πάντα ήθελα να περπατάμε στο δρόμο αγκαζέ. Εκείνος όχι. Το θεωρούσε γελοίο. Ημουν πάντα παραπονούμενη.»
Η Κική Δημουλά τα πρωινά βρίσκεται στην Ακαδημία Αθηνών, αλλά τον τελευταίο χρόνο δεν γράφει ποιήματα. «Φαίνεται πως στέρεψε η φαντασία μου. Αν σταματήσει οριστικά θα χάσω το σύμπαν μου.».
Και τι μπορεί να ξεσηκώσει τη νόσο της ποίησης κυρία Δημουλά; Σκέφτεται και γελώντας σοφά και αυτοσαρκαστικά απαντά:


«Ενας έρωτας θα μπορούσε, αλλά στα 88; Μακάρι να βρισκόταν. Δεν θα ντρεπόμουν καθόλου να ερωτευτώ, αλλά με ποιόν; Με τον αέρα; Εχω κάθε διάθεση να αναστήσω αυτό το αίσθημα, ο άλλος το έχει; Πού τον εξασφαλίζουμε τον άλλον; Το πρόβλημα ήταν πάντα στη ζωή όλων μας και κυρίως των γυναικών, ο άλλος και η σύγκρουση μαζί του. Ο έρωτας κρύβει τον κίνδυνο να σε απελπίσει. Οι έρωτες δεν είναι Αγγελοι. Είναι η στιγμιαία μεταμόρφωση που σου κάνει ο ενθρονισμός ενός αισθήματος καινούργιου.»

Τι ωραία που μας τα λέτε κυρία Δημουλά!
«Να σας τα ξαναπώ; Φοβάμαι ό τι θα πλήξετε!»

Αποτέλεσμα εικόνας για δημουλα  


ΒΙΟΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
«Eνα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ’ αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης. Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου. Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα. Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931. Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το ‘παιδί θαύμα’. Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο ‘πρέπει να εργαστείς’, και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια. Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή Αθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης. Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι ‘γιαγιά’. Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ’ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου. Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα. Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μιας πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Οταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής. Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία. Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου».
3 από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
ΓΡΑΜΜΑ
Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ’ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω,συλλογίσου,τη σιωπή σου.

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ
Αὐτὴ τὴ μέρα
ἄφησε νὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ τὴν ἱστορία μου:
Μελαγχολικός της ζωῆς ἄνεμος εἶμαι
ποὺ νυχτώθηκα καὶ ἀπόμεινα σ᾿ ἕνα χθὲς ἀνάλγητο.
Ἔλα λοιπόν, καὶ μὲ τὰ μάτια σου,
ποῦ ῾ναι καταχνιὰ κι ἐνάστρωση,
τὸ σύθαμπο καὶ τὸ πρωὶ
σὲ μιὰν ἀλλόκοτη σύγκλιση,
ἀνάστειλε τὴ νύχτα μου.
Ἔλα
Κι ἂς εἶναι μοιραῖο πὼς ἀργότερα,
ὅταν ἀνάμεσά μας θ᾿ ἀναδεύεται,
σὲ ἀνυπόφορη μεγέθυνση,
τὸ μυστικό μας τ᾿ ἀδυσώπητο,
-πὼς σημερινοὶ εἴμαστε καὶ ξένοι-
μὲ τὸν ὑποβολέα τῆς πίκρας μου
παμπάλαιο κατευόδιο θ᾿ ἀπαγγείλω πάλι
στὶς ὧρες τὶς ἀγέρωχες,
ποὺ ἀνεβασμένες στὶς σχεδίες τοῦ ἀνέκκλητου
πρὸς ἕνα ἀδηφάγο αὔριο θὰ λάμνουν.

Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου