[λόγ. < αρχ. ἀντιφωνῶ `ηχώ, μιλώ σε απάντηση΄]
φώνημα το [fónima] Ο49 : (γλωσσ.) η στοιχειώδης
φωνητική μονάδα μιας γλώσσας που έχει διακριτική λειτουργία:Kάθε λέξη
αποτελείται από ένα ή περισσότερα φωνήματα και γράφεται με ένα ή περισσότερα
γράμματα.
[λόγ. < γαλλ. phonème & γερμ. Ρhonem < λατ. phonema `φωνή, λόγια΄ < αρχ. φώνημα `ανθρώπινος ήχος, εκφώνηση΄]