Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

ΑΡΧΑΙΑ Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ 6ΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ



ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ:    Ρήμα πείθω
πείθω: κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου/ καθησυχάζω/ παρακινώ με τα λόγια/ ξεγελώ
Αρχαία Ελληνική
Απλές λέξεις
Πειθώ: κύριο όνομα (θεά)
τό πίστωμα:    η εγγύηση, το εχέγγυο
πιστικός:       πιστός/ πειστικός

Σύνθετες λέξεις
ἡ πειθανάγκη: το να πείθεις χρησιμοποιώντας βία (ψυχολογική ή σωματική)
ἀπειθῶ:            είμαι ανυπάκουος
ἀναπείθω:       μεταπείθω, αλλάζω τη γνώμη κάποιου
παραπείθω:     εξαπατώ
εὔπειστος:      αυτός που πείθεται εύκολα/ πιθανός

Αρχαία/ Νέα Ελληνική

Απλές λέξεις
 πειθώ:          η ικανότητα να πείθεις
πειστικός:        αυτός που πείθει
τό πεῖσμα:       (α.ε.) επιβεβαίωση/ (ν.ε.) έντονη επιμονή
πιστεύω:          έχω εμπιστοσύνη/ συμφωνώ/ είμαι βέβαιος
ἡ πίστις (-η):       πεποίθηση/ τιμιότητα/ η θρησκεία/
πιστός: έμπιστος, αφοσιωμένος
πιστῶ (πιστώνω): ανοίγω πίστωση, δανείζω χωρίς υποχρέωση άμεσης εξόφλησης
ή πιστότης (-τητα): (α.ε.) ειλικρίνεια/ (ν.ε.) ακρίβεια στην απόδοση ενός πράγματος
ή πίστωσις (-η):        επιβεβαίωση/ δανεισμός χρημάτων με προοπτική μελλοντικής εξόφλησης
ὁ πιστωτής: (α.ε.) εγγυητής/ (ν.ε.) αυτός που δανείζει χρήματα
πιστωτικός: αυτός που αναφέρεται στην πίστωση
πιθανός: αυτός που μπορεί να συμβεί
ἡ πιθανότης (-τητα): το ενδεχόμενο
 πεποίθησις (-η): σταθερή πίστη

Σύνθετες λέξεις
πειθαρχῶ: υπακούω σε κανόνες
ἡ πειθαρχία: υπακοή στους κανόνες για τήρηση της τάξης
πειθήνιος: υπάκουος
πιστοποιῶ: επιβεβαιώνω
πιθανολογῶ: μιλώ βασιζόμενος σε πιθανότητες
ἐμπιστεύω (εμπιστεύομαι): έχω πίστη σε κάποιον/ αναθέτω σε κάποιον μια αποστολή
μεταπείθω: αλλάζω γνώμη σε κάποιον 
καταπείθω: πείθω κάποιον εντελώς
διαπιστεύω: εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον/ διορίζω διπλωματικό αντιπρόσωπο
ἀξιόπιστος: ο άξιος εμπιστοσύνης
εὔπιστος: ευκολόπιστος
ἡ ἀπείθεια: η ανυπακοή
ἀπειθής: ανυπάκουος

Νέα Ελληνική

Απλές λέξειςπειστήριο: αποδεικτικό στοιχείο
πειστικότητα: ικανότητα να πείθεις
πιστευτός: αυτός που μπορούν να τον πιστέψουν
πεισμώνω: κυριεύομαι από πείσμα
πεισματάρης: αυτός που έχει πείσμα

Σύνθετες λέξεις
πειθαναγκάζω: πείθω χρησιμοποιώντας βία
εμπιστοσύνη: απόλυτη πίστη σε κάποιον
απείθαρχος: ανυπάκουος στους κανόνες
διαπιστευτήριο: έγγραφο για την επίσημη αναγνώριση διπλωματικού αντιπροσώπου

Πηγή:http://arxaiabgymnasiou.blogspot.gr/2012/11/6.html



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου