Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

ΑΡΧΑΙΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ 6ΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ




Αρχαία Ελληνική


Α.Απλά

πώμα :το ποτό

πότος: το συμπόσιο

ποτισμός: το πότισμα

Β.Σύνθετα

υδροπότης: αυτός που καταναλώνει νερό


Αρχαία/Νέα Ελληνική

Α.Απλά

ποτόν:το ποτό

πότης: αυτός που πίνει

ποτήριον: το ποτήρι

πόσιμος: αυτός που πίνεται

πόσις: η ενέργεια του πίνω

Β.Σύνθετα

πρόποσις:μια σύντομη φράση ή λίγα λόγια που λέγονται πριν πιούμε ένα ποτήρι κρασί ή άλλο ποτό και καθώς κρατάμε υψωμένο το χέρι

συμπότης ο [simbótis] Ο10 : (λόγ.) αυτός που πίνει κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά, σε συναναστροφή, μαζί με άλλους.

συμπόσιο το [simbósio] Ο40 : Iα.στην αρχαία Ελλάδα, συνεστίαση με οινοποσία που συνοδευόταν από τραγούδια, χορό και συζήτηση. || Tο ~ του Πλάτωνα / του Ξενοφώντα, έργα του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα που αναφέρονται σε διαλόγους κατά τη διάρκεια συμποσίων. β. ιδιαίτερα πλούσιο γεύμα ή δείπνο με πολλούς συνδαιτυμόνες, που γίνεται με την ευκαιρία κάποιου ευχάριστου γεγονότος. II. άτυπη συνάντηση επιστημόνων ή άλλων ειδικών, κατά την οποία γίνονται επιστημονικές ανακοινώσεις και ακολουθεί η σχετική συζήτηση· (πρβ.συνέδριο): Iατρικό ~. ~ ιστορικής γλωσσολογίας.

άμπωτη η [ámboti] Ο32 : η μία από τις δύο φάσεις της παλίρροιας, κατά την οποία αρχίζει να υποχωρεί η στάθμη της θάλασσας· το τράβηγμα των νερών, η φυρονεριά. ANT πλημμυρίδα.

υδροποσία: η κατανάλωση πόσιμου νερού

οινοπότης: αυτός που πίνει κρασί σε σταθερή βάση

οινοποιία η [inopiía] Ο25α : η παραγωγή κρασιού καθώς και η σχετική βιοτεχνία ή βιομηχανία.

ηδύποτο το [iδípoto] Ο41 : οινοπνευματώδες ποτό με γλυκιά γεύση και άρωμα φρούτων, ανθέων κτλ.: Tο λικέρ ανήκει στα ηδύποτα.

Νέα Ελληνική

Α.Απλά


πιόμα το [pxóma] Ο49 : (λαϊκότρ., ιδ. για οινοπνευματώδη ποτά) 1. η πό ση. 2. το ποτό. 
[< πίωμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πιω- (σπάν. συνοπτ. θ. του ρ. πίνω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]


πιωμένος: αυτός που έχει πιει υπερβολικά

Β.Σύνθετα

ποτοποιός: αυτός που παρασκευάζει ποτά

ποτοαπαγόρευση: η απαγόρευση κατανάλωσης ποτών



 ΠΗΓΗ:

 Οι ερμηνείες των λέξεων προέρχονται από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του υπερσυνδέσμου: http://www.greek-language.gr/ (Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα)
 Επιμέλεια: Κυριακίδου Μαρία 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου