Χριστούγεννα στην ποίηση
«Εάν το Πάσχα είναι η λαμπροτάτη του Χριστιανισμού εορτή, τα Χριστούγεννα βεβαίως είναι η συγκινητικωτάτη» γράφει στην Εφημερίδα της 25ης Δεκεμβρίου του 1887 οΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος έγραψε και ποιήματα. Ένα από αυτά αναφέρεται στον ναό της Γεννήσεως, στο διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο» (1892):
Με χρόνους με καιρούς και ήμισυ καιρού,
κάποιος αμαθής, αμαρτωλός χυδαίος,
καμμία γυναίκα του λαού πτωχή
σ' ενθυμείται κι έρχεται να σου φέρ'
όχι χρυσόν, αλλά ολίγο λιβάνι,
ένα κερί, κι ολίγο λάδι στην μποτίλια/
σ' εσέ που είσαι όλων ο δοτήρ.
Στον Κωστή Παλαμά λάμπει το νόημα της γιορτής:
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός.
Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός.
Και σε άλλο ποίημα η ψυχή παλεύει μέσα σε αντίθετα στοιχεία:
Είδωλα, δαίμονες, ξωθιές, φαντάσματα, στοιχειά,
της νύχτας μέσα μου ο λαός κυλιέται και κουνιέται,
και μέσα στη χιλιόδιπλη καρδιά μου μια σπηλιά,
κι ένας Χριστός γεννιέται.
(«Χριστούγεννα», 1928)
Και ο μεγάλος μας ποιητής στο Αστέρι Θεϊκό θαμπώνεται από το άστρο των Χριστουγέννων:
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;
σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;
Ποιος άγγελος το διάλεξε για
τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τα αστέρια θα’βλεπαν το
φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλια
θa’τρεμαν… Αστέρι, σε ποια χώρα του
απέραντού σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;
θa’τρεμαν… Αστέρι, σε ποια χώρα του
απέραντού σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην
έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν
το Χριστό σου;
έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν
το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ
στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν
είναι η ματιά μας…
στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν
είναι η ματιά μας…
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού τους
Μάγους έχει φέρει;
σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού τους
Μάγους έχει φέρει;
Στον Γεώργιο Δροσίνη των παιδικών μας χρόνων, που πολύ έχουμε ξεχάσει, το αστέρι της Βηθλέεμ μπορεί να είναι το ζητούμενο στο διηνεκές:
Την άγια νύχτα τη χριστουγεννιάτικη, / ποιος δεν το ξέρει;
Των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα / λάμπει τ' αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες' στ' άλλα αστέρια ανάμεσα / και δεν το χάσει σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το / μπορεί να φτάσει.
(«Νύχτα χριστουγεννιάτικη», 1935).
Από τον Μιλτιάδη Μαλακάση απορρέει το βαθύτερο νόημα της γιορτής, στα ποιήματα «Χριστός»(1894) και «Χριστουγεννιάτικος» (1934):
Κι όσο κι αν ματώνεις, ω ψυχή, στο γύρισμα άγιων ημερών
μόνο αυτό σου μένει
στις θύελλες μέσα της ζωής και στα παιχνίδια των καιρών
σκληρά παραδομένη.
H βαθύτερη φλέβα
Ξεχωριστή θέση με τη λυρικότητά του κατέχει και ο Άγγελος Σικελιανός με το ποίημα «H Γέννηση» (1919;) από το Πάσχα των Ελλήνων, για την πορεία της Θεοτόκου προς το Σπήλαιο.
Απ' όλα Εκείνη λόγιαζε τα πλάσματα πως σ' Ενα
ποτάμια οι πόνοι ετρέχανε κι αστέρευτοι κρουνοί,
κι αν ήτανε τα σπλάχνα της ν' ανοίξουν ματωμένα
πως ματωμένοι θ' άνοιγαν μαζί τους κι οι ουρανοί.
Ο T. K. Παπατσώνης μας δίνει κατανυκτικούς στίχους:
Δεν περιμένω την οσμή καμιάς σπανίας βοτάνης,
αλλά το Υπερουράνιο, που Θεέ μου, θα με ράνεις,
και θα φανώ Ποιμενικόν θαύμα, θα φανώ φάσμα,
που φέρνει το Αρχαγγελικό της νύχτας τούτης άσμα.
Ο Μίλτος Σαχτούρης φτιάχνει ένα εφιαλτικό τοπίο συνδέοντας τη Γέννηση με τα γεγονότα του Εμφυλίου:
Σημαία / ακόμη / τα δόκανα στημένα στους δρόμους / τα μαγικά σύρματα / τα σταυρωτά / και τα σπίρτα καμένα / και πέφτει η
οβίδα στη φάτνη / του μικρού Χριστού / το αίμα το αίμα το αίμα.
(«Χριστούγεννα 1948»).
Ο Τάσος Λειβαδίτης στην ενότητα ποιημάτων του «Ο αδελφός Ιησούς» με τίτλο «H Γέννηση»(1983):
Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ’δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. «Είδες - μου λέει - γεννήθηκε η ευσπλαχνία». Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ’χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ' αυτό.
Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι αυτάρκης στον Ήλιο τον Ηλιάτορα:
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ’ν’ ήμερος να’ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
Οι ποιητές μας μας σύρουν στον κόσμο τον αληθινό και του ονείρου συνάμα, για να συνέλθουμε από τους ρυθμούς της δικής μας καθημερινότητας που μας σπρώχνει μακριά από την ατμόσφαιρα τη γιορταστική.
Κύρια πηγή: εφ. Το Βήμα 24.12.2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου