ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Ερμηνεία του επιθ. καλός, καλή, καλόν
καλός: όμορφος/ σύζυγος, αγαπητό πρόσωπο/ ωφέλιμος/ αγαθός/
κατάλληλος/ικανός/ τίμιος, ηθικός
καλλίκομος: αυτή που έχει ωραία μαλλιά
καλλίπαις: αυτός που έχει όμορφα παιδιά
καλλίνικος: αυτός που έχει ένδοξη νίκη
καλλιστέφανος: αυτός που φοράει ή προσφέρει ωραία στεφάνια
Καλλισθένης: κύριο όνομα
καλλιπάρηος: αυτός που έχει ωραία μάγουλα
τό
κάλλος: η ομορφιά
ἡ καλλονή: η όμορφη κοπέλα
τό καλλιστεῖον
(-εία): βραβείο ομορφιάς/ διαγωνισμός
ομορφιάς
καλοήθης: (α.ε.) αγαθός, ενάρετος/ (ν.ε.) για νόσο που έχει καλή εξέλιξη,
ιάσιμη
καλοκαγαθία: καλοσύνη, ευγένεια, άψογη συμπεριφορά
καλοκαιρία: ο καλός καιρός
καλλιεπής: αυτός που γράφει ή μιλάει ωραία
καλλιέπεια: η καλή γραφή ή ομιλία
καλλωπίζω: ομορφαίνω/ καμαρώνω
καλλίφωνος: αυτός που έχει ωραία φωνή
καλλιφωνία: η ωραία προφορά/ η ωραία φωνή
καλλιγραφῶ:
γράφω ωραία
Καλλιρρόη: κύριο όνομα ( καλῶς + ρέω) -η δροσερή ως καθαρό
νερό
καλλιγραφία: το ωραίο γράψιμο
καλλιτεχνία: η ικανότητα στην τέχνη/ το σύνολο των τεχνών/ η άσκηση των καλών τεχνών
καλλιεργώ: ασχολούμαι με τη γη/ προάγω κάποια φυσική ιδιότητα/ προκαλώ
τεχνητή ανάπτυξη μικροβίων
καλοσύνη: αγαθότητα, πραότητα
καλοσυνάτος: αυτός που είναι γεμάτος καλοσύνη
καλλυντικό: παρασκεύασμα για την περιποίηση του σώματος
καλοδέχομαι: δέχομαι ευχάριστα
καλοθρεμμένος: αυτός που έχει τραφεί αρκετά (αντιθ. αδύνατος, υποσιτισμένος)
καλολογικός: αυτός που αναφέρεται στην αισθητική του λόγου
καλομαθαίνω συνηθίζω κάποιον στην εύκολη ζωή
καλοπιάνω: κολακεύω, προσπαθώ να εξιλεώσω
καλοπροαίρετος: αυτός που έχει καλή πρόθεση
καλότυχος: αυτός που έχει καλή τύχη
καλοτάξιδος: αυτός που ταξιδεύει άνετα/ αυτός που ενδείκνυται για ταξίδι
καλορίζικος: αυτός που φέρνει καλή τύχη/ αυτός που έχει καλή τύχη
καλοπέραση: η καλή ζωή
καλλιμάρμαρος: αυτός που έχει ωραία μάρμαρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου