ΜΕΡΟΣ Β'
Αρχαία Ελληνική
Απλές λέξεις
ἀθλεύω: αγωνίζομαι για κάποιο έπαθλο
τό ἀθλον: βραβείο αγώνα/ (πληθ.) αγώνας
Σύνθετες λέξεις
Αρχαία/ Νέα Ελληνική
Απλές λέξειςἀθλῶ (αθλούμαι): μοχθώ/ μάχομαι/ αγωνίζομαι ως αθλητής
ἡ ἄθλησις (-η): αγώνας, άμιλλα/ δοκιμασία, ταλαιπωρία
ἀθλητικός: αυτός που αναφέρεται στους αθλητές/ γυμνασμένος
τό ἄθλημα: αγώνισμα/ εργαλείο της εργασίας
ἄθλιος: ταλαίπωρος, ελεεινός
ἡ ἀθλιότης (-τητα): ταλαιπωρία, ελεεινή κατάσταση
Σύνθετες λέξεις
ἀθλοφόρος: νικητής/ αυτός που δίνει το βραβείο
τό πένταθλον (-ο): σύνθετο αγώνισμα που περιλαμβάνει άλμα, δρόμο, δίσκο, ακόντιο και πάλη
τό δέκαθλον (-ο): σύνθετο αγώνισμα που περιλαμβάνει δέκα αγωνίσματα
φίλαθλος: αυτός που αγαπά τον αθλητισμό
τό ἔπαθλον (-ο): το βραβείο
Νέα Ελληνική
Απλές λέξεις
αθλητισμός: σύνολο αθλημάτων
αθλοπαιδιές: αθλητική ψυχαγωγική δραστηριότητα
Σύνθετες λέξεις
αθλητίατρος: εξειδικευμένος γιατρός για τους αθλητές
αθλητικογράφος: εξειδικευμένος δημοσιογράφος για τα αθλητικά
συναθλητής: συναγωνιστής, αυτός που αθλείται μαζί με κάποιον
πρωταθλητής: πρώτος σε επίδοση αθλητής/ νικητής πρωταθλήματος
πρωταθλητισμός: αθλητισμός με σκοπό το πρωτάθλημα
αντιαθλητικός: αυτός που αντιτίθεται στον αθλητισμό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου