Αρχαία Ελληνική
Απλές λέξεις
τό φέρετρον: το φέρετρο (ξύλινο κιβώτιο για νεκρούς)
φόριμος: γόνιμος
ἡ φερνή: προίκα
Σύνθετες λέξεις
ό φερέοικος: (ουσ.) το σαλιγκάρι/ (επίθ.) αυτός που μεταφέρει το σπίτι του, ο νομάς
κανηφόρος: αυτός που κουβαλάει καλάθι
φοροτελής: αυτός που υπόκειται σε φορολογία
ό δίφρος: πολεμικό άρμα/ κάθισμα χωρίς πλάτη
ξωοφόρος/ ζωφόρος: αυτός που έχει επάνω του ζωγραφισμένα ζώα/ (η ζωοφόρος) τμήμα του θριγκού αρχαίου ναού
Αρχαία/ Νέα Ελληνική
Απλές λέξεις
φερτός: (α.ε.) υποφερτός/ (ν.ε.) ο μεταφερόμενος από ένα μέρος σε άλλο
φορῶ: είμαι ντυμένος με κάτι
ἡ φορά: (α.ε.) μεταφορά/ (ν.ε.) κατεύθυνση, πορεία
τό φέρετρον (-ο): ξύλινο κιβώτιο για τους νεκρούς
ὁ φορεύς (-έας): αυτός που μεταφέρει/ κατασκεύασμα για τη μεταφορά/ άτομο ή οργανισμός που παρέχει κάποια υπηρεσία
τό φορεῖον (-ο): φορητό κρεβάτι για τη μεταφορά αρρώστων
ό φόρος: υποχρεωτική χρηματική εισφορά στο κράτος/ χρηματικό ποσό που επιβάλλεται σε αγαθά
τό φόρημα (φόρεμα): (α.ε.) αυτό που κουβαλά κάποιος/ (α.ε./ ν.ε.) ρούχο
ό φόρτος: το φορτίο/ (μτφ.) αυτό που επιβαρύνει
τό φορτίον (-ο): ό,τι μεταφέρεται
φορτικός: (α.ε.) κατάλληλος για μεταφορά/ (ν.ε.) επίμονος, ενοχλητικός
Σύνθετες λέξεις
φερέγγυος: αξιόπιστος
φορολογῶ: επιβάλλω φόρο
ἐπιφέρω: προκαλώ, έχω ως αποτέλεσμα
περιφέρω: φέρω γύρω-γύρω
ἀναφέρω: σηκώνω/ επαναφέρω/ συνέρχομαι/ ονομάζω
ἀνωφερής: ανηφορικός
καταφερής/ κατωφερής: κατηφορικός
πολύφερνος: αυτός που έχει μεγάλη προίκα
ὁ ἀμφορεύς (-έας): αγγείο με δύο λαβές
ἡ διαφορά: διαφωνία/ έλλειψη ομοιότητας/ χαρακτηριστικό
ἡ εκφορά: κηδεία/ (γραμμ.) τρόπος που συντάσσονται οι λέξεις
ὁ αγγελιαφόρος: αυτός που μεταφέρει μηνύματα
ἡ λεωφόρος: μεγάλος δρόμος πόλης
δορυφόρος: ακόλουθος
καρποφόρος: αυτός που παράγει καρπούς
θεοφόρος: αυτός που φέρει το Θεό
ψηφοφόρος: αυτός που ψηφίζει
παράφορος: ασυγκράτητος
μισθοφορικός: αυτός που αναφέρεται στους μισθοφόρους (=
στρατιώτες που υπηρετούν έναντι μισθού)
διηνεκής: αδιάκοπος
Νέα Ελληνική
Σύνθετες λέξεις
φερέφωνο: αυτός που εκφράζει τις απόψεις άλλου χωρίς να τις κρίνει
φέρελπις: ελπιδοφόρος
φοροδιαφυγή: αποφυγή καταβολής νόμιμου φόρου
φοροτεχνικός: ειδικός στη σύνταξη φορολογικών δηλώσεων
φοροφυγάς: αυτός που διαπράττει φοροδιαφυγή
διαφορετικός: αυτός που δεν είναι όμοιος με τους άλλους
ασθενοφόρο: όχημα που μεταφέρει ασθενείς
βαθμοφόρος: αυτός που έχει βαθμό, αξίωμα
ελπιδοφόρος: αυτός που εμπνέει ελπίδες
λαχειοφόρος: αυτός που δίνει το δικαίωμα συμμετοχής σε κληρώσεις λαχείου
ανυπόφορος: αυτός που δεν υποφέρεται, δεν αντέχεται
οπλοφορία: κατοχή και μεταφορά όπλου
ΠΗΓΗ: arxaiabgymnasiou.blogspot.com
Φόρτωση