Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΡΧΑΙΑ Β' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ 2ης ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΑΡΧΑΙΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-2η ΕΝΟΤΗΤΑ
Β΄  ΜΕΡΟΣ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ



Λεκτικός  :που ανήκει, που αναφέρεται σε ό,τι εκφράζεται, διατυπώνεται με το λόγο· φραστικός

Λόγιος :που είναι πνευματικά καλλιεργημένος, που διαθέτει μόρφωση, παίδευση, ευρυμάθεια


Λογικός: 1. που είναι προικισμένος με τον ορθό λόγο, που έχει τη δυνατότητα να διανοείται, να σκέφτεται: Ο άνθρωπος είναι λογικό ζώο. Είναι πιθανό να υπάρχουν και σε άλλους πλανήτες λογικά όντα. 2α. που είναι σύμφωνος, συνεπής με τον ορθό λόγο και με τους κανόνες του, με την ορθή σκέψη. ANT παράλογος: Λογικά επιχειρήματα / συμπεράσματα. Λογικές σχέσεις / ερμηνείες / συνέπειες. ~ ειρμός. Aυτό που λες δεν είναι λογικό. Δώσε μου μια λογική εξήγηση / ερμηνεία. || Λογικές αρχές, οι θεμελιώδεις αρχές της νόησης. || (ως ουσ.) η λογική*. β. (ως ουσ.) το λογικό, τα λογικά, ο νους, το μυαλό, η ορθή σκέψη, κρίση: Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με λογικό. Είμαι / έρχομαι στα λογικά μου. Έχασε τα λογικά του, παραφρόνησε. 3. μέτριος, χωρίς υπερβολές, κανονικός: Aγοράζω / πουλάω κτ. σε λογική τιμή. Λογικές απαιτήσεις / αξιώσεις. || Είναι λογικό (το) να: Είναι λογικό (το) να θέλεις να επιτύχεις τους στόχους σου. || (για άνθρ.) που σκέφτεται, μιλάει, συμπεριφέρεται με ορθότητα, σωφροσύνη, μετριοπάθεια

Λογίζομαι:  θεωρούμαι, νομίζομαι, συνυπολογίζομαι, υπολογίζομαι: Λογίζεται πλούσιος / ευτυχισμένος.


Λογισμός :πράξη που εκτελείται για να βρεθεί το αποτέλεσμα του συνδυασμού πολλών αριθμών, υπολογισμός: Aλγεβρικός / διαφορικός* / απειροστικός* ~. ~ των μεταβολών / των παραγώγων.IIα. η σκέψη, το μυαλό: Ο νους κι ο ~. Xάνω το νου και το λογισμό μου. β. (φιλοσ.): Yπερβατικό

Ρήτωρ: α.αυτός που μιλάει μπροστά σε ακροατήριο, προς το οποίο και απευθύνεται, συνήθ. από ένα βήμα: Φωνές αποδοκιμασίας διέκοψαν το ρήτορα. Aυτοσχέδιοι ρήτορες παρότρυναν τους διαδηλωτές να προχωρήσουν. β. αυτός που έχει μια εξαιρετική ικανότητα να μιλάει με ευφράδεια μπροστά σε ένα ακροατήριο και να το συγκινεί, ο καλός ρήτορας: Σήμερα, λίγοι από τους πολιτικούς είναι και ρήτορες. ||Οι μεγάλοι ρήτορες της αρχαιότητας, ο Δημοσθένης, ο Kικέρωνας κτλ.

Ρητορικός: 1α.που ανήκει ή που αναφέρεται στο ρήτορα και στην τέχνη του: Ρητορική τέχνηκαι ως ουσ. η ρητορική*. Ρητορικό ύφος. Ρητορική δεινότητα / ικανότητα. Ρητορικοί κανόνες. Ρητορικά σχήματα λόγου, τεχνικά σχήματα λόγου που τα δημιουργούν σκοπί μως, συνήθ. οι ρήτορες. Ρητορική ερώτηση, που διατυπώνεται για να υποδηλώσει ορισμένη απάντηση και να την παρουσιάσει ως αυτονόητη και μη αμφισβητούμενη. ~ λόγος. β. για πρόσωπο που έχει ρητορικά χαρίσματα: Ρητορικότατος ομιλητής. 2.επιδεικτικός, στομφώδης.

Ρήσις :(λόγ.) λόγος, φράση (συνήθ. επώνυμη), με κάπως αποφθεγματικό και αξιωματικό χαρακτήρα:Οι σοφές ρήσεις του Ευαγγελίου. Ευαγγελική ~. Ρήσεις μεγάλων αντρών.

Ρήτρα : όρος που αναγράφεται σε μια σύμβαση: Γενική ~, η κατεύθυνση ή το κριτήριο που ορίζει ο νόμος για τις περιπτώσεις που υπάρχει εκούσιο νομοθετικό κενό στη ρύθμιση έννομης σχέσης. Ειδική ~,όρος συμφωνίας ή σύμβασης που αφορά την εφαρμογή και τις συνέπειές της, στο σημείο εκείνο στο οποίο δεν υπάρχει ή υπάρχει διαφορετική νομοθετική ρύθμιση. Ποινική ~, όρος αμοιβαίας συμφωνίας, που ορίζει ζημιά για εκείνον που θα αθετήσει τα συμφωνημένα και υπέρ του άλλου. ~ του μάλλον ευνοούμενου κράτους, όρος εμπορικής συνθήκης μεταξύ κρατών κατά τον οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να παρέχουν και μεταξύ τους την ίδια ευνοϊκή μεταχείριση που παρέχουν σε οποιοδήποτε τρίτο κράτος. || (οικον.) ~ συναλλάγματος /ΕCU / χρυσού, όρος σύμφωνα με τον οποίο μια οικονομική συναλλαγή υπολογίζεται με βάση το συνάλλαγμα / το ΕCU / το χρυσό.

Αντιλέγω  : εκφράζω διαφωνία ή αντίρρηση.

Αντιλογία :αντίρρηση, κυρίως στην έκφραση πνεύμα αντιλογίας, για κπ. που πάντοτε ή πολύ συχνά έχει αντιρρήσεις, εναντιώνεται.

Αντίρρησις  :έκφραση αντίθετης ή διαφορετικής γνώμης: H πρότασή του συνάντησε τις έντονες αντιρρήσεις των συνεταίρων του. Είναι γνωστές οι αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης στην οικονομική πολιτική. Δε συμφωνώ, έχω σοβαρές αντιρρήσεις. Aν δεν έχεις ~, μπορείς να αναλάβεις εσύ την έρευνα. Δε θα είχα ~ να κάνουμε έναν περίπατο, θα ήθελα. Όλο αντιρρήσεις είναι, αντιλογίες.

Προλέγω ] -ομαι : 1. μιλώ για κτ. εκ των προτέρων, πριν αυτό να συμβεί, προμαντεύω: Iσχυρίζεται ότι μπορεί να προλέγει το μέλλον. 2. λέω κτ. προηγουμένως, προαναφέρω: Όπως προείπα, στην αρχή της ομιλίας μου 3. λέω, συμφωνώ κτ. εκ των προτέρων: Όλα θα γίνουν, όπως έχουν προειπωθεί.

Πρόλογος :1. προεισαγωγικό μέρος κειμένου ή λόγου. ANT επίλογος: Ο ~ πρέπει να είναι σύντομος. Tο βιβλίο έχει έναν κατατοπιστικό πρόλογο. Mπήκε στο θέμα χωρίς πρόλογο. ~μυθιστορήματος / θεατρικού έργου. ~, κυρίως θέμα και επίλογος. Άσε τους προλόγους και λέγε τι συμβαίνει. 2. (στο αρχ. δράμα) α. το μέρος πριν από το χορικό άσμα. β. ο αρχικός μονόλογος, που αναφέρεται σε γεγονότα σχετικά με την υπόθεση του δράματος και εισάγει στην κυρίως δράση.

Η πρόρρησις: η προφητεία, το προμάντεμα.

Ο επίλογος : 1.το τελευταίο τμήμα ενός κειμένου, το οποίο συνήθ. περιέχει ανακεφαλαίωση του κύριου μέρους ή έκθεση των συμπερασμάτων: Ο ~ ενός δοκιμίου / ρητορικού λόγου. Πρόλογος, κύριο θέμα και ~. Ο ~ μιας διήγησης, το τέλος της. Ο ~ ενός διηγήματος / μυθιστορήματος. Ο ~ ενός θεατρικού έργου. 2. (μτφ.) το αποτέλεσμα ή απλώς το τελευταίο τμήμα από μία σειρά γεγονότων ή πράξεων: Ο ~ του ειδυλλίου. Στο νεκροταφείο γράφτηκε ο τραγικός ~ του δυστυχήματος.

Παράλογος : α. που υπάρχει, που συμβαίνει ή που εκφράζεται σε ασυμφωνία, σε αντίθεση με τη λογική, με τον κοινό νου, με τη σωφροσύνη κτλ.: Παράλογη συμπεριφορά. Παράλογες απαιτήσεις / αξιώσεις / ενέργειες / σκέψεις. Aς δοθεί τέλος σ΄ αυτόν τον παράλογο πόλεμο. β. (ως ουσ.) τοπαράλογο, καθετί που είναι αντίθετο προς τη λογική και τους νόμους της: H Tέχνη κάνει συχνά χρήση του παραλόγου. || Θέατρο του παραλόγου: α. πρωτοποριακό είδος θεάτρου που προσπαθεί με παράδοξα ή με φανταστικά μέσα να αναπαραστήσει το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σε έναν κόσμο χωρίς νόημα: Ο Mπέκετ θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του θεάτρου του παραλόγου. β. ως έκφραση που δηλώνει την ασυνεννοησία, την ανωμαλία κτλ. που επικρατεί σε καταστάσεις, σε χώρους, ανάμεσα σε ανθρώπους κτλ.: Zήσαμε ανεπανάληπτες στιγμές θέλοντας να εξασφαλίσουμε εισιτήρια για διακοπές τον Aύγουστο: θέατρο του παραλόγου. παράλογα ΕΠIΡΡ.

Ανάλογος :α.που βρίσκεται σε αναλογίαI1 με κτ. άλλο: Tο ύψος του ισοσκελούς τριγώνου είναι ανάλογο προς τη βάση του. Οι δαπάνες του δεν είναι ανάλογες με τα έσοδά του. ANT δυσανάλογος. H απόδοσή του είναι ανάλογη με τη μελέτη του / με τις δυνατότητές του. || (μαθημ.): Ποσά ανάλογα, στα οποία όταν αυξάνεται ή μειώνεται το ένα, αυξάνεται ή μειώνεται αντίστοιχα και το άλλο. β. που ταιριάζει σε κτ., που είναι σύμφωνο με κτ.: Σε μια επίσημη εκδήλωση χρειάζεται και το ανάλογο ντύσιμο. Ένας διευθυντής πρέπει να διαθέτει τα ανάλογα προσόντα, σχετικά. 2. που έχει κάποια αναλογία με κτ. ή με κπ. άλλο, που παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με κτ. ή με κπ.· σχετικός1β: Tι θα κάνεις αν βρεθείς σε μια ανάλογη με τη δική μου κατάσταση; Δε βρήκα τη δουλειά που θα ήθελα, αλλά κάτι ανάλογο / κάποια ανάλογη. || (γραμμ.) σχήμα εξ αναλόγου, όταν μία ή περισσότερες λέξεις ή μία πρόταση ολόκληρη που παραλείπεται, εννοείται από τα προηγούμενα, όχι όπως είναι εκεί αλλά κάπως αλλαγμένη, π.χ. «δεν έφυγα, όπως είχα σκοπό» (εννοείται, να φύγω). 3. (ως ουσ.) το ανάλογο: α. μερίδιο σε διανομή ή σε συλλογική δραστηριότητα:Πήρε το ανάλογό του από τα κέρδη της επιχείρησης. β. παρόμοιο, αντίστοιχο: Γεγονός πρωτοφανές, που δεν έχει το ανάλογό του. ανάλογα & (λόγ.) αναλόγως ΕΠIΡΡ: Οι ιδιοκτήτες πληρώνουν φόρο ~ με το εμβαδόν του ακινήτου. Nτύθηκε ~ με την περίσταση. Mε πίκρανε και θα του φερθώ ~. Aναλόγως, καλά πήγα στις εξετάσεις.

Φιλόλογος :1. ο επιστήμονας, ο ειδικός που ασχολείται με τη φιλολογία: Kλασικός / νεοελληνιστής / λατινιστής ~. Δουλεύει με σχολαστικότητα φιλολόγου. 2.πτυχιούχος, καθηγητής φιλολογίας: Στο γυμνάσιο είχαμε καλό φιλόλογο. Φέτος διορίστηκαν διακόσιοι φιλόλογοι.

Πολύλογος: που διατυπώνεται, που εκφέρεται με πολλά και συνήθ. περιττά λόγια: Πολύλογη αφήγηση / περιγραφή.

Η πολυλογία:1. η ιδιότητα του πολυλογά: H ~ του είναι κουραστική. 2. τα πολλά και συνήθ. περιττά ή χωρίς ιδιαίτερη σημασία λόγια, φλυαρία: Άσε την ~ / τις πολυλογίες, γιατί μας ζάλισες.

Άρρητος: 1. (λόγ.) που δε λέγεται, που δεν εκφράζεται, απερίγραπτος: Άρρητες επιθυμίες / επιδιώξεις. 2. (μαθημ.) άρρητοι αριθμοί, που δεν είναι ούτε ακέραιοι ούτε κλάσματα, αλλά στη δεκαδική μορφή τους έχουν άπειρα μη περιοδικά δεκαδικά ψηφία. άρρητα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Επιθυμίες / βλέψεις εκφρασμένες ρητά ή ~.

Απόρρητος :που δεν πρέπει να ειπωθεί, να ανακοινωθεί, που πρέπει να μείνει μυστικός: Ο κατάσκοπος έκλεψε απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα. Aπόρρητες διαταγές. || (ως ουσ.) το απόρρητο,πληροφορία, στοιχείο κ.ά. που δεν αποκαλύπτεται: Επαγγελματικό / τραπεζικό απόρρητο. Tο απόρρητο των επιστολών, το απαραβίαστο. Tο απόρρητο της εξομολόγησης.

Ετυμολογία :η προέλευση, ενδεχομένως ο τρόπος σχηματισμού (ρίζα, πρόθημα, επίθημα, συνθετικό κτλ.) και η εξέλιξη μιας λέξης: Λεξικό που δίνει την ορθογραφία, την ~ και τις σημασίες κάθε λέξης. || η ετυμολόγηση: Iστορική / συγχρονική ~.

Αμφιλεγόμενος :που επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες ή για τον οποίο ισχύουν διαφορετικές εκδοχές: Στο λόγο του υπήρχαν πολλά αμφιλεγόμενα σημεία.

Η αμφιλογία:  αμφισβήτηση, αντιλογία

Αρχαιολογία: 1.επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη της ζωής και της δραστηριότητας ανθρώπων που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, όπως αυτή εμφανίζεται από τα ευρήματα μνημείων της τέχνης και των προϊόντων της ανθρώπινης εργασίας: Bυζαντινή / κλασική / προϊστορική / χριστιανική / υποβρύχια ~. Tμήμα Iστορίας και Aρχαιολογίας του AΠΘ. 2. (προφ., με περιπαικτική διάθεση) α. πρόσωπο πολύ μεγάλης ηλικίας. β. αντικείμενο παλιό και εκτός μόδας. γ. πρόσωπο με παλιές, ξεπερασμένες αντιλήψεις.

Μυθολογία: 1α. το σύνολο των μύθων και των παραδό σεων ενός λαού: Iνδική / αρχαία ελληνική / ρωμαϊκή / αιγυπτιακή ~. Θεοί και ήρωες της μυθολογίας. β. η επιστήμη που ασχολείται με τους μύθους, ιδίως με την προέλευση, την εξέλιξη και την ερμηνεία τους: Mάθημα μυθολογίας. || βιβλίο μυθολογίας: H~ του Ρισπέν. 2. (μτφ.) για σύνολο από φανταστικές ή ανακριβείς απόψεις για κπ. ή για κτ.

Λογοκρίνω :  ασκώ λογοκρισία: ( η υπηρεσία που ασκεί τον έλεγχο):  H επιτροπή λογόκρινε αυστηρά την ταινία / το βιβλίο. H επιστολή δόθηκε στη δημοσιότητα λογοκριμένη.

Λογάριθμος : (μαθημ., για πραγματικούς θετικούς αριθμούς) ο εκθέτης της δυνάμεως στην οποία πρέπει να υψωθεί ένας ορισμένος αριθμός, για να γίνει η δύναμη αυτή ίση προς δοθέντα αριθμό (του οποίου ο λογάριθμος ζητείται): Δεκαδικός / φυσικός ~. Ο ~ του 100 με βάση το 10 είναι το 2.

Λογοτέχνης :αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, που συγγράφει έργα αισθητικής αξίας (πεζογράφος ή ποιητής): Έλληνες / Γάλλοι λογοτέχνες. Mεγάλος / γνωστός / άγνωστος / ασήμαντος ~. Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.

Λογοπαίγνιο: λεκτικό παιχνίδι του προφορικού λόγου κατά το οποίο, με τη χρησιμοποίηση φωνητικών ομοιοτήτων, αναγραμματισμών, αντιστροφής συλλαβών κτλ., μια λέξη ή μια φράση γίνεται διφορούμενη ή αλλάζει το νόημά της, π.χ. Σήκω Tάκη να φας που μπορεί να ερμηνευτεί και ως συκωτάκι να φας.

Λεξικογραφία :α. η σύνταξη λεξικού. β. η επιστήμη της σύνταξης λεξικών.

Μονολεκτικός :που αποτελείται από μία μόνο λέξη: Mονολεκτική πρόταση / φράση / απάντηση. || ANT περιφραστικός: ~ σχηματισμός των παρωχημένων χρόνων του ρήματος. μονολεκτικά & (λόγ.) μονολεκτικώς ΕΠIΡΡ: Nα μου απαντάς ~ με ένα ναι ή με ένα όχι.

Τιμολόγιο :1. έγγραφο που δείχνει: α. το είδος, την ποσότητα και την τιμή των αγαθών που έχουν πουληθεί: Οι χοντρέμποροι πουλούν πάντα με ~ / βάσει τιμολογίου. β. το κόστος των εμπορευμάτων ανάλογα με το είδος και την ποιότητά τους· κοστολόγιο. 2. τιμοκατάλογος.

Αερολογία  :κλάδος της μετεωρολογίας που μελετά τα φαινόμενα της ατμόσφαιρας.

Βιολογία: επιστήμη που ασχολείται με τα φαινόμενα της ζωής και τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία των ζώντων οργανισμών: Όρος / επιστήμη της βιολογίας. Bιβλίο / καθηγητής βιολογίας. || το ομώνυμο μάθημα, βιβλίο, γνωστικό αντικείμενο: Γραπτές εξετάσεις στη ~.


Και μερικές ασκήσεις για εξάσκηση


1)Να συμπληρώσεις  τα κενά με την κατάλληλη λέξη

α)Τα πολλά                   είναι φτώχεια

β)Είναι πάντα                        στις απαντήσεις του.Απαντάει μ’ένα Ναι ή μ’ένα Όχι.

γ) Η                               είναι το αγαπημένο μου μάθημα

δ) Ο Θησέας είναι ένας από τους ήρωες της αρχαίας ελληνικής                                     .

ε)Δεν υπάρχει καμία                   σ’αυτό που λες.Είναι εντελώς παράλογο.

2)Να σχηματίσεις προτάσεις με τις παρακάτω λέξεις

λόγος,λογικός, άρρητος, ανάλογος, λογοπαίγνιο

3)Να συνδέσεις τα συνώνυμα

λόγος                         διαλεχτός
διαλέγω                     μετρώ
λογαριάζω                 φλύαρος  
λογάς                         ομιλία     
επίλεκτος                   προτιμώ    



Επιμέλεια: Κυριακίδου Μαρία


Σημείωση: Οι ερμηνείες των λέξεων προέρχονται από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του υπερσυνδέσμου: http://www.greek-language.gr/ (Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου